- μαστόρεμα
- το [μαστορεύω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαστορεύω, επιδιόρθωση, επισκευή, φτιάξιμο2. μτφ. εξάσκηση, καθοδήγηση, δασκάλεμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαστόρεμα — το, ατος το να μαστορεύει κανείς, να επισκευάζει, να επιδιορθώνει: Τελειώσαμε χθες με τα μαστορέματα στην πολυκατοικία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαστοριά — η (Μ μαστοριά και μαστορία και μαστοργά) [μάστορας] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαστορεύω, μαστόρεμα, επιδιόρθωση, επισκευή («τί μαστοριές έκανες πάλι στην κουζίνα») 2. μτφ. δεξιοτεχνία, επιμέλεια, επιδεξιότητα, επιτηδειότητα, ικανότητα,… … Dictionary of Greek